διάσημος — clear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσημος — η, ο (AM διάσημος, ον) 1. ξακουστός, περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος 2. (στον πληθ. ως ουσ.) τα διάσημα διακριτικά βαθμός, αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια κ.ά.) αρχ. 1. καταφανής, διαυγής, σαφής 2. (για ήχο)… … Dictionary of Greek
διάσημος — η, ο ονομαστός, γνωστός και δημοφιλής σε όλους: Τα περιοδικά γράφουν για πολλούς διάσημους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασημότερον — διάσημος clear adverbial comp διάσημος clear masc acc comp sg διάσημος clear neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημοτάτων — διάσημος clear fem gen superl pl διάσημος clear masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημοτέρων — διάσημος clear fem gen comp pl διάσημος clear masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημότατα — διάσημος clear adverbial superl διάσημος clear neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημότατον — διάσημος clear masc acc superl sg διάσημος clear neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασήμως — διάσημος clear adverbial διάσημος clear masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσημον — διάσημος clear masc/fem acc sg διάσημος clear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυργοτέλης — Διάσημος δακτυλιογλύφος και σφραγιδογλύφος, που αναφέρεται από τον Πλίνιο και τον Αππούλιο. Είχε χαράξει κατά θαυμάσιο τρόπο την εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου πάνω σε σμαράγδι. Δεν αναφέρεται κανένα άλλο έργο του. Έχουν βρεθεί μερικοί… … Dictionary of Greek